Σιμώνει η μέρα που θα αλώσω αυτό που είμαι,
ταξιδευτής στο περιθώριο του δρόμου.
Αφορισμένος στις διατάξεις κάποιου νόμου,
ανασυντάσσομαι ν’ ανέλθω απ’ όπου κείμαι.
Δε θ’ αποφεύγω ότι μου λέγεις πως λερώνει
και θ΄απορρίπτω αναιδώς τη στήριξη σου.
Μονάρχη νοιώσε ν’ ασελγώ στην ύπαρξη σου,
καιρός να μάθω ότι η αφέλεια σκοτώνει.
Σημαίνει η ώρα που τυλίγομαι στο φώς μου
και σαν κυκλώνας θα διαλύσω το σκοτάδι.
Φωτιά θα βάλω όπου εσύ ρίχνεις το λάδι,
μύρο ζωής με ανθισμένα φύλλα δυόσμου.
Μάζεψες γέφυρες στην τάφρο να με θάψεις,
θωρώντας απειλητικά από τις επάλξεις.
Φοβού τη λαίλαπα που εκρήγνυται εντός μου.
Εάλω η πόλις του απατηλού σου κόσμου…
Whitelighter