Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Αναζητώντας την αγάπη...



Ήταν που λες μια φορά ένα κοριτσάκι. Ούτε όμορφο,
ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο
κοριτσάκι ήτανε,που θα έμοιαζε μ' όλα τα άλλα, αν δεν είχε
μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε από
το σπίτι της και πήγαινε και στεκότανε στις παρυφές του

δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα πνεύματα του
δάσους που πήγαιναν να πιούν νερό. Περνούσαν που λέτε
πανέμορφοι πρίγκηπες και ιππότες ,νεράιδες και ξωτικά.
Το κοριτσάκι ένιωθε πως με όλους έμοιαζε λιγάκι, πως όλοι
τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τους
σταματούσε όλους, τους κοίταζε στα μάτια και ρωτούσε:
- Μπορείς να μ' αγαπάς; Οι πιο πολλοί γελούσαν. Άλλοι δεν
έμπαιναν καν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλοι της
έλεγαν:Δεν έχω χρόνο ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς.

Αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα,
ώσπου μια μέρα,το κοριτσάκι ξαναρώτησε κ'ένας πρίγκηπας
χαμογέλασε και του είπε:- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.
- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι θα πει ν' αγαπη-
θούμε;- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να
καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα
θα πει να κοιταζόμαστε στα μάτια. Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια
για μερόνυχτα.- Τώρα αγαπιόμαστε; - Όχι βέβαια. Αλίμονο αν
ήταν τόσο απλό.Ν' αγαπηθούμε θα πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενοι!- Τι ωραίο
να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε; - Όχι ακόμα. Γιατί
ν' αγαπηθούμε θα πει να 'χουμε και κάτι ο ένας απ' τον άλλον.
Δώσε μου λίγο απ’τα πλούσια μαλλιά σου κι εγώ θα σου δώσω
από το γαλάζιο των ματιών μου. Κι έκαναν έτσι. Ο πρίγκηπας
πρόβαρε τα κατάμαυρα μαλλιά του κοριτσιού κ'ύστερα
της χάρισε το πιο όμορφο γαλάζιο των ματιών του.- Τώρα
αγαπιόμαστε; - Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο.
Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να
τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα,
με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί
την αχτίδα.- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε; - Τώρα!

Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε
και ξεκίνησαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά
σα μέλι.Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους. ‘Ετρεχαν δε με τέτοια
ταχύτητα που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια - έγιναν
ένα. Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που
όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλω-
θούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα
σύννεφα. Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια,να 'τανε ένα
λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο
χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο πρίγκηπας ψιθύρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί.Μπορεί να ζαλίστηκα
απ' το τρέξιμο. Θα 'θελα να γυρίσω πίσω. -Κουράστηκες;
Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως
που μας κουβαλάει.Δεν είναι κουραστικό. - Για μένα
είναι. Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν
δεύτερη φορά. Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω.

Αυτά είπε και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη

που κατέβαινε στη γη και χάθηκε.- Μη φεύγεις, φώναξε το
κοριτσάκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω πια να σταματήσω,
κι είν' αστείο να τρέχω μόνη μου στον ουρανό. Όμως, τη φωνή
της την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι
- το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεεε... ωωωωω.. Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να
πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξανα-
γυρίσω πίσω; Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο,
κι έτσι δεν της απάντησε κανένας. - Μου φαίνεται πως τώρα
τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω.Κι αν
τρέχω έτσι μόνη μου για πάντα; Εεεεε... ωωωωωωωωω...
Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ; Τότε, μια μικρή φωνούλα
έφτασε στ' αφτιά της, τόσο γλυκιά και σιγανή σα να 'βγαινε
από μέσα της. - Ψιτ, ψιτ! κοριτσάκι! -Μου μίλησε κανείς;
Τίποτε δεν βλέπω. - Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου.Είμαι
η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον πρίγκηπα βόλτα

στον Γαλαξία.Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Μόνο εγώ
μπορώ να σε γυρίσω πίσω.Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω
από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε.Μόνο που 'χω
τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν
εξαντληθεί.Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από
σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου,
να προχωράμε...




- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω; - Ξέρω κι εγώ;. Τα μαλλιά σου,
τις πατούσες σου, ένα κομμάτι από την καρδιά σου ‘ισως;
- Τα μαλλιά μου, οι πατούσες μου, πάρτα δικά σου. Μόνο
που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο πρίγκηπας μαζί του.
Κι αυτό δεν αλλάζει.Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου.
Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη. Μην πονάς πολύ.
Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα.
Αλλάζουμε πορεία. Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά. Το κορι-
τσάκι μ' ένα πόδι, κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως
της φαινότανε πως διέκρινε στο δάσος τον πρίγκηπα της.
Κι ήταν το κέντρο της γης ο πρίγκηπας της. Μόνο εκείνος
μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτε άλλο.-Παράξενο να μπαίνεις σε
τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που τρέχεις
γύρω του. Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς
να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό. - Σσσσστ! Μη
μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα. Καίω τη δεύτερη
πατούσα. Κατεβαίνουμε. Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν
κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά,
που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε.
Το κοριτσάκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να
μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα,
τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!.Και μετά τίποτα.

Όταν το κοριτσάκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται,
πόναγε σ' όλο της το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν
κοντά της και της έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις

πληγές για να μην τσούζει, και της έβαζε κομπρέσες κι
επιδέσμους και τη χάιδευε.- Ο πρίγκηπας μου, σκέφτηκε κι
άνοιξε τα μάτια. Όμως, είδε να σκύβει πάνω της ένα ξωτικό.
Ήταν ένα μικρόσωμο ατσούμπαλο ξωτικό με αστείο βλέμμα.
Ηταν όμως τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως
λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο
τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το κοριτσάκι ούτε να δακρύσει
από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα
πολλή. Ύστερα, το ξωτικό ρώτησε κάτι που το κοριτσάκι
άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν
ανυποψίαστο για όλα.

- Μπορείς να μ' αγαπάς; Το
κοριτσάκι αναστέναξε, χωρίς

καθόλου λύπη. - Φοβάμαι πως δεν μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά
για ν' αγαπήσω. - Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα
κομμάτι απ' τη δικιά μου. – Όμως ν' αγαπηθούμε θα πει να
τρέχουμε μαζί - κι εγώ δεν έχω πόδια. - Να τρέχουμε, έτσι
άσκοπα, γιατί; Ν' αγαπηθούμε θα πει να κάνουμε μαζί μια
διαδρομή, όπως μπορούμε.Το πιο Σπουδαίο είναι να 'μαστε
οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα
πάμε.Μικρό μου κοριτσάκι, αν μπορείς να μ' αγαπάς, θα σου
φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες,
θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε
πάρω αγκαλιά και θα 'ναι πιο όμορφα, γιατί θ' ακούω την
ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και
δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα 'μαστε εμείς

Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - κι εγώ που να

το ξέρω; Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή,
περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε. Ο από-

ηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων
- λένε...Πάντως, ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε.

Whitelighter