Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Αγάπης Θάμα...

























Ξάφνου στο αγόρι έγιναν όλα ξεκάθαρα, η φωνή
στο μυαλό του, του είχε πει τι έπρεπε να κάνει.  Έφυγε
αστραπιαία από το παρατηρητήριο και στο δρόμο πέταξε
το περιτύλιγμα σε ένα καλαθάκι, όπως θα έκανε και
ο Δημήτρης, άλλωστε. Σταμάτησε σε ένα ξύλινο τηλεφωνικό
θάλαμο που είχαν στυλώσει στο περιθώριο του Χο-Τσιν Μινχ,
μοναδική παραφωνία στον κόσμο που είχαν πλάσει για το
παιχνίδι τους. “Που ακούστηκε ζούγκλα με τηλεφωνικό 
θάλαμο;” θυμήθηκε την αντίδρασή του προς τον φίλο του 
γελώντας και έβγαλε ένα κέρμα από την εσωτερική, 
αυτοσχέδια, τσέπη  που είχε καμώσει στο σορτσάκι του. 
Έκανε στα γρήγορα ένα τηλεφώνημα και κίνησε αμέσως 
για το σπίτι.

Την ώρα που έφθασε, με τον ιδρώτα να στάζει και ανάσα
 βαριά από το τρέξιμο, το αυτοκίνητο του πατέρα του ήταν
ήδη εκεί. “Ευτυχώς γύρισε νωρίτερα. Ίσως και να προλάβω”
μονολόγησε. Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς το
ευρύχωρο σαλόνι στα αριστερά του, απ’ όπου άκουγε
αγωνιώδεις ομιλίες. Μόλις οι γονείς του αντίκρισαν το παιδί
έτρεξαν και το πήραν στην αγκαλιά τους. Το αγόρι ξεγλίστρησε
από τα χέρια τους και, καθώς το βλέμμα του συνάντησε
εκείνο του πατέρα του, κατάλαβε μεμιάς πως είχε ήδη μάθει
τα μαντάτα.

Δίχως να χάσει στιγμή και χωρίς να δώσει την παραμικρή
εξήγηση για το πού βρισκόταν εδώ και τόσες ώρες, ζήτησε
σοβαρά  από τον εμβρόντητο πατέρα  του να τον πάει στο
νοσοκομείο να δει τον Δημήτρη. Του είπε επίσης ότι πριν λίγο
είχε μιλήσει με την μητέρα του Δημήτρη και είχε πάρει ήδη τη
συγκατάθεσή της. Ο πατέρας του που ήταν ιδιαίτερα αυστηρός
και συνήθως απόλυτος στις απόψεις του, πείστηκε ιδιαίτερα
εύκολα τούτη τη φορά χωρίς να αραδιάσει καν τις πολλές και
εύλογες ενστάσεις που περίμενε στωικά να ακούσει.

Μα πώς θα μπορούσε να του είχε αρνηθεί;  Στα μάτια του 
γιού του, καθώς εκείνος τον κοιτούσε σταθερά και αγέρωχα, 
δέσποζε η σπίθα ενός ανθρώπου που δεν παρακαλούσε, μήτε 
ικέτευε. Το παιδί  φάνταζε, στα μάτια του πατέρα του, να είχε 
απόλυτη σύνεση των όσων ζητούσε. Βέβαια, απόρησε μέσα του, 
καθώς επιβιβαζόταν με το παιδί στο αυτοκίνητο, πώς η   
ευλογημένη η μάνα του Δημήτρη είχε επιτρέψει σε ένα μικρό 
αγόρι να μπει στην εντατική και μάλιστα να αντικρίσει έναν   
άνθρωπο ετοιμοθάνατο, μα αυτό μικρή σημασία είχε πια.

Στο δρόμο για το νοσοκομείο σκεφτόταν όσα του είχε πει
η γυναίκα του για την κατάσταση του παιδιού. Οι γιατροί, 
έπειτα από μια πολύωρη επέμβαση που διήρκησε ολάκερο 
το πρωινό, είχαν αποφανθεί ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα και 
ότι την αυγή της επόμενης ημέρας θα του αφαιρούσαν τα 
μηχανήματα υποστήριξης αφού πρώτα τον είχαν επισκεφτεί 
όλοι οι συγγενείς. Πόσο μακάβριο φάνταζε στο μυαλό του όλο 
αυτό. Σε ολόκληρη τη διαδρομή για το νοσοκομείο ο μικρός 
καθόταν ακίνητος στη θέση του συνοδηγού δίπλα του. Δεν είχε 
ρωτήσει τίποτα σχετικά με τον Δημήτρη, όπως θα περίμενε 
ο πατέρας του, μα αρκούνταν με μάτια σφαλιστά να σιγοψιθυρίζει 
λόγια παράξενα. Δεν τόλμησε να τον ρωτήσει καν τί ακριβώς έκανε.

Φθάνοντας στο νοσοκομείο και ανεβαίνοντας στον τέταρτο όροφο
που βρισκόταν η εντατική, ο πατέρας του άφησε το κορμί του να
πέσει βαριά σε μια σκουρόχρωμη καρέκλα της αίθουσας αναμονής,
παρατηρώντας το γιό του να μπαίνει στο δωμάτιο της εντατικής
και το φάντασμα που κάποτε ήταν η μητέρα του Δημήτρη να
κλείνει πίσω της την μεγάλη μεταλλική πόρτα.

Το κρεβάτι που είχαν ξαπλώσει τον Δημήτρη ήταν στριμωγμένο
ανάμεσα σε παράξενα μηχανήματα που έβγαζαν διαφορετικούς
θορύβους το καθένα. Αυτός ήταν σκεπασμένος μέχρι τη μέση με
ένα σεντόνι και τον είχαν ντύσει στα λευκά. Το κεφαλάκι του ήταν
ασφυκτικά τυλιγμένο με γάζες και το κορμάκι του γεμάτο 
πολύχρωμα σωληνάκια. Οι γονείς του, αφού αγκάλιασαν σιωπηλά 
το αγόρι, πήραν πάλι τη θέση τους στο προσκεφάλι του. Σαν ο μικρός,
σπάζοντας τη σιωπή, ζήτησε ψιθυριστά να τον αφήσουν λίγο μόνο
του με τον Δημήτρη, εκείνοι απομακρύνθηκαν χωρίς να μιλήσουν.

Όταν το παιδί έφυγε από το δωμάτιο ήταν σα λευκό πανί.
Ο πατέρας του το πήρε αγκαλιά χωρίς να το ρωτήσει τι
είχε αντικρίσει στην εντατική, αν είχε μιλήσει στο Δημήτρη
και αν το ετοιμοθάνατο αγόρι του είχε αποκριθεί. Τι νόημα
θα είχε; Ήξερε πως το παιδί δεν είχε επαφή με το περιβάλλον.
Ήταν ένας ζωντανός νεκρός.

Αυτά που ακολούθησαν την επόμενη μέρα μόνο ως θαύμα
θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο
και το σήκωσε η μητέρα του ακούγοντας τη σπασμένη φωνή στην
άλλη γραμμή είχε υποθέσει το αυτονόητο. Ο μικρός είχε φύγει
από τη ζωή. Μα όχι! Δεν είχε συμβεί αυτό. Το παιδί  είχε ξυπνήσει!
Λίγη ώρα μετά από την επίσκεψη του γιου της τα μηχανήματα
άρχισαν να δραστηριοποιούνται γεμίζοντας με φωτεινές ενδείξεις.
Φώναξαν αμέσως τον γιατρό μα αυτός κουνώντας απαισιόδοξα το
κεφάλι κάλεσε τον  τεχνικό του νοσοκομείου να ελέγξει τα 
μηχανήματα. Τόση ήταν η σιγουριά του πως το παιδί δεν υπήρχε 
περίπτωση να επανέλθει. Μα όταν ο έλεγχος ολοκληρώθηκε και τα 
μηχανήματα επέμεναν στις ίδιες, ιατρικά ακατανόητες, ενδείξεις, ο 
μικρός ταλαντεύτηκε και  άνοιξε τα μάτια του. Ήταν ένα θαύμα
το δίχως άλλο!

Την ημέρα εκείνη ο Δημήτρης ήταν πολύ καλύτερα, δεν θυμόταν
βέβαια τι είχε συμβεί στο ατύχημα, μα αναγνώριζε  πρόσωπα και
είπε μάλιστα και τα ονόματα τους. Όλη η οικογένεια  ετοιμάστηκε
να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Κανένας τους μέχρι εκείνη τη
στιγμή δεν πίστευε στα θαύματα. Ούτε καν το ίδιο το αγόρι, που
από κανενός το μυαλό δεν το έβγαζες, ότι σε εκείνο οφειλόταν
το απερίγραπτο θαύμα που είχε συμβεί!

Αυτή η φωνή, ακόμα ακούγεται στο μυαλό του. Ο Θεός άραγε;
Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Ίσως αυτό το αγόρι να τον βρήκε…


Whitelighter