Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2007

Φάλτσα Μενεξεδιά


Δεν τη βρίσκω την άκρη, πουθενά και πες
μου τι να κάνω, έχω γεμίσει ασφυκτικά
με καπνό το δωμάτιο ως απάνω δοκιμάζοντας
και απόψε την αντοχή των πνευμόνων μου.

Ο χρόνος μου γελάει σαν παιδί που γερνάει.
Η αγάπη γλιστράει μέσα από τα χέρια μου
όπως ο αφρός στα δάχτυλα του ναύτη και γω
μένω μετέωρος , έρμαιο στις διαθέσεις των
ανθρώπων που με περιτριγυρίζουν και με
χρησιμοποιούν όπως και όποτε αυτοί θέλουν.

Απομυζούν απο μέσα μου όσα έχει ανάγκη το
εγώ τους και μετά με αφήνουν σαν στυμμένη
λεμονόκουπα να απορώ πως κατάφερα πάλι να
διαλύσω τον εαυτό μου σε άπειρα μικροσκοπικά
γυάλινα κομμάτια.

Έχοντας συμπληρώσει σχεδόν τα μισά του διάβα
μου σε αυτή τη ζωή , προσπαθώ και πάλι να
κολλήσω αυτά τα κομμάτια και να ξανασχηματίσω
το είδωλο μου προβάροντας τις καινούργιες
ανεξίτηλες ρωγμές που αποκόμισα ,νοιώθοντας
οίκτο για τη φιγούρα που ξεπροβάλλει στον
καθρέπτη.

Τριάντα χρόνια γίναν όλα πλαστικά , μαστίχα έγινε το
σώμα μου , σιρόπι τα ιδανικά και όλα αυτά τα λόγια
που κατά καιρούς έχω ακούσει για το πόσα οφείλω
στο εαυτό μου ,γίνηκαν σκόνη και στάχτη να τα
παρασέρνει ο βοριάς.

Νοιώθω σα να ψαρεύω ψάρια στα βουνά , σα
να ψυχορραγώ στην άσφαλτο για το άδικο
δοκιμάζοντας την τελική ταχύτητα που
πιάνει η ψυχή μου.

Φορώ μια μενεξεδιά τρέλα ,την οποία ψώνισα
μια νύχτα με πανσέληνο, να με συντροφεύει
κάθε βράδυ στα υπόγεια καπηλειά όπου
με περηφάνια παρουσιάζω την παράσταση μου
τραγουδώντας φάλτσα…

…σε ήχο πλάγιο δεύτερο.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007

Αλλού η ζωή μας πάει...



Στεκόταν ακίνητη στη αίθουσα αναχωρήσεων του
αεροδρομίου. Το υγρό βλέμμα της ακολουθούσε τα
βήματα του καθώς επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο που θα
τον έπαιρνε , χιλιάδες μίλια μακριά της στην άλλη άκρη
του Ατλαντικού.

Λίγες εβδομάδες πριν της είχε ανακοινώσει πως είχε
αποδεχτεί την υποτροφία που του δινόταν απο το
Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων
Πολιτειών της Αμερικής. (Μ.Ι.Τ). Ήταν μια πολύ μεγάλη
ευκαρία καριέρας για αυτόν και το ήξερε, μα φοβόταν ,
παρά τις υποσχέσεις που της έδινε ,ότι δεν θα τον
ξαναέβλεπε πια. “Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα
λυσμονιούνται” είχε σκεφτεί σκυθρωπά.

Όμως πια ήταν αυτή που θα του έμπαινε εμπόδιο στο
μέλλον του? “Θα μιλάμε καθημέρινα μέσω msn και θα
έρχομαι να σε βλέπω όσο πιο συχνά μπορω.” “Θα έρθεις
και εσύ με την πρώτη ευκαιριά , θα δεις όλα θα πάνε καλά.”
μα η φωνούλα μέσα της φώναζε ότι όσα της έταζε θα
χάνονταν μαζί με αυτόν απο τη στιγμή που θα
ανέβαινε σε αυτό το αεροπλάνο.

Είχε ήδη πλάσει στο μυαλό της μια ζωή μαζί του. Ένα δικό
τους σπίτι και μια ευτυχισμένη οικογένεια. Αυτός θα εργαζόταν
σε κάποια εταιρεία αφού θα είχε φοιτήσει σε κάποιο ελληνικό
πανεπιστήμιο και εκείνη θα είχε το δικό της στούντιο
φωτογραφίας που τόσο επιθυμούσε. Αυτά δηλαδή που
σχεδίαζαν μαζί πριν δεχθεί εκείνο το τηλεφώνημα και την
πρόταση της υποτροφίας. Ονειρευόταν φωναχτά πλάι του
χαρούμενες φωνούλες παιδιών να γεμίζουν την ατμόσφαιρα
και αυτούς μια αγκαλιά ως τα βαθιά γεράματα.

Απο την στιγμή όμως που κατέβασε το ακουστικό του
τηλεφώνου όλα θα άλλαζαν και το ήξερε. Το είχε δει στα
μάτια του. Δεν ήθελε να τον χάσει , δεν ήθελε να φύγει.
Για μέρες πάλευε με τον εαυτό της , αγωνιζόταν να διώξει
όλους αυτούς τους φόβους που την πλυμμήριζαν. Τον αγαπόυσε
τόσο πολύ για να τον πληγώσει. Τώρα την χρειαζόταν πιο πολύ
απο κάθε φορά. Ήταν μια πολυ σημαντική απόφαση αυτή που
έπρεπε να πάρει και το μόνο που δεν θα ήθελε ήταν να την δει
αρνητική απέναντι του. Πάντοτε υποστήριζε κάθε του απόφαση
ακόμα και αν αυτή ήταν λανθασμένη. “Θα είμαι μαζί σου σε κάθε
σταυροδρόμι αυτής της ζωής” όπως χαρακτηριστικά του έλεγε.

Σήμερα , 20 χρόνια μετά, χαζεύοντας ένα παλιό άλμπουμ με
φωτογραφίες τους που βρήκε κάπου θαμμένο στη σοφίτα και
με μια ζωή εντελώς διαφορετική απο αυτή που έπλαθε εκείνα
τα χρόνια , αναρωτήθηκε πως θα ήταν αν τον είχε σταματήσει
τότε. Με δάκρυα να κυλούν στα μάτια της έπλασε
ξανά την ύπαρξη της μαζί του.

"Για αλλού κινήσαμε , για αλλού και αλλού η ζωή μας παέι"
είπε και έκρυψε νοσταλγικά το άλμπουμ στην αγκαλιά της...

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

Νερομπογιές...



Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθαν οι βροχές και
χάθηκα στα χρώματα και στις νερομπογιές.
Πάνω στον καμβά της ζωής μου περνάω με
πινέλο όλα όσα σαν δροσερό αγέρι με συντρόφευαν
τη χρονιά που πέρασε και όλα εκείνα που σαν
καταιγίδα ήρθαν να γκρεμίσουν τα αμμόχτιστα
ξωτικόκαστρα που με κόπο σκάρφιζα στη χώρα ονείρων μου.

Μια μεγάλη αβυσσαλέα τάφρος φράζει πια το διάβα

σου προς την νεραιδοχώρα που κάποτε βαδίζαμε
πιασμένοι χέρι –χέρι. Τα πλινθόχτιστα δρομάκια
της θαμμένα σαν μέσα σε ομίχλη σε κρατούν πέρα
μακριά και με εμποδίζουν να δω τη στέψη σου που
σαν άλλοτε λουζόταν στο φως του μεσημβρινού
ολόλαμπρου ήλιου.

Σαν πέσει η νυχτιά δεν είναι πια φεγγαροστολισμένη

και δεν μπορώ ανοίγοντας το ύψος των ματιών μου
να δω την πούλια πολύτιμο φυλαχτό να κρέμει στο λαιμό σου.

Αδειάζω απ΄ τη βαλίτσα μου μια στοίβα αναμνήσεις

και ζωγραφίζω γέφυρες για να ξαναγυρίσεις. Σκαρώνω
άμαξα με κάτσασπρα άτια να σε περιμένει πλάι στο φάρο,
που στέκει εκεί ψηλός και αγέρωχος φωτίζοντας με τις
ακτίδες του τα σκοτεινά σοκάκια . Άστρα που πέφτουν από
τον ουρανό , ένα φράγμα που σπάει κάπου μακριά να
γεμίζει την τάφρο , πράσινο χορτάρι που φυτρώνει
ξανά και κρίνους στολίδια στις επάλξεις.

Νύχτα ξωτικιά με το τάσι του φεγγαριού να φέγγει ξανά.

Δυο φιγούρες που μπλέκονται στα δώματα και γλυκά
τραγούδια να αναβλύζουν από κάθε μεριά της χώρας.
Πλήθος κόσμου μαζεύεται στο παλάτι. Μεγάλη γιορτή θα
ακολουθήσει. Φιέστα θαρρείς για την επιστροφή μια εστεμμένης.

Με νερομπογιές πλάθω και απόψε την Ελπίδα...

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2007

Άδειασμα ψυχής...




Σήμερα θα γράψω χωρις λογοτεχνικό οίστρο.
Χωρίς φλέβα , χωρίς δύναμη , χωρίς πάθος.
Θα γράψω για τον εαυτό μου ακολουθώντας
μια δικιά μου οδό.

Ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο μόνος εν μέσω
τόσων ανθρώπων που περιστοιχίζουν τη
ζωή μου. Χαμογελάω εντελώς ανόητα
μπροστά τους προσπαθώντας να κρύψω
το κενό που έχω στην καρδιά μου. Το μόνο
που μου απομένει είναι αυτό που ίσως
τελικά είμαι. Αυτό που πάντα ήμουν και
δεν θα γινόταν διαφορετικά. ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑ.

Πάντοτε μου έδινε τεράστια χαρά να βοηθάω τους
άλλους με κάθε τρόπο. Με τη δύναμη (Κατάρα) που
με έχει προικήσει η φύση μου.Ακόμα με ευχαριστεί
και θαρρώ θα το κάνω μέχρι το τέλος , μα δεν έχω
δυστυχώς τίποτε άλλο. Τίποτα απο αυτά που ζητούν
για να κάνω μια σχέση. Για να με ερωτευτούν ,
για να με ποθήσουν.

Πολλές φορές έχω αναρρωτηθεί αν αυτό είναι το
αντίτιμο που πρέπει να πληρώσω για το χάρισμα
που μου δώθηκε. Διάολε όμως είμαι και άνθρωπος
και χρειάζομαι και τον έρωτα και την αγάπη και
να ακούσω γλυκόλογα
και... και... και...

Βαρέθηκα να με απορρίπτουν για αυτό που είμαι.
Κουράστηκα να μη με επιθυμούν επειδή δεν έχω
αυτά
που απαιτούνται στην εποχή μας.
Γιατί πρέπει δηλαδή το να είσαι καλός ...ρομαντικός...

πιστός...ήπιος...παιδί ,να είναι μιάσμα
και να σε
οδηγεί στο περιθώριο?

Πολλές φορές στη ζωή μου ευχήθηκα να ήμουν αλήτης....
μάγκας ...κωλόπαιδο, να πληγώνω και να τρέχουν πίσω
μου...Δεν είμαι όμως και ούτε πρόκειται. Για αυτό σας
λέω
είναι ΚΑΤΑΡΑ αυτό που είμαι...

Δεν θα σας ζαλίσω άλλο. Ένα ξέσπασμα ήταν του
ανθρώπου μέσα μου....

Αλλάζω τώρα θέμα...

Σήμερα δέχτηκα μία απο τις ελάχιστες προσκλήσεις
στη ζωή μου από δύο πρόσωπα που ανέχονται να με
διαβάζουν και με τιμούν με την παρουσία τους σε αυτό
το κατα τα άλλα άδειο σημείο του κυβερνοχώρου που
πλέον θεωρώ το μοναδικό ζωντανό κομμάτι μου.
Τρελό?... ανόητο?...αυτό μόνο έχω να εκφραστώ όμως.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Σμαρτούλα και τη Γωγώ
για αυτή την πολύ μεγάλη τιμή που μου έκαναν.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2007

Φωτεινό Μονοπάτι



Ο δρόμος του αναζητητή είναι μακρύς. Στην αρχή
τον προσεγγίζεις με δειλά-δειλά βήματα.Εχεις οδηγό
το φως και προχωράς. Κάπου στην διαδρομή
λοξοδρομείς, χρειάζεσαι βοήθεια, κάπου να πιαστείς και
να συνεχίσεις.Υπάρχουν πολλοί στην δική σου θέση.
Μα πού να τους βρεις...

Τα βιβλία σου δίνουν κίνητρα για να αναζητήσεις την γνώση.
Μα είναι μόνο παγωμένες λέξεις που δεν βγαίνουν από
εμπειρία.Στο Ιντερνετ υπάρχουν σελίδες με σημεία αναφοράς
στην πνευματική αναζήτηση, μα πολλές από αυτές "εμπορεύονται"
την γνώση. Ισως εμπορεύονται και το φως. Κι εσύ αισθάνεσαι
την ανάγκη να συνεχίσεις. Και αφήνεσαι σε κάποιους
"δασκάλους" που τα "ξέρουν όλα".Σε δασκάλους που νιώθουν
την λαχτάρα σου για να προχωρήσεις στο φωτεινό μονοπάτι
και προσπαθούν να σε χειριστούν για να εδραιώσουν
το Εγώ τους.

Αυτό τα αναθεματισμένο Εγώ που σαρώνει όλα τα
αισθήματα και ισοπεδώνει την νόηση.Που αντί να το
βάλουμε "στην θέση που του αρμόζει", το αφήνουμε να
αλωνίζει και να μας οδηγεί σ' ένα ατέλειωτο σκοτάδι,
σε μια θάλασσα επιθυμιών, σε μια μάταιη αναζήτηση
της "φαινομενικής" ευτυχίας.

Νιώθω την ανάγκη σου να ανοίξεις τα φτερά σου και
να πετάξεις. Είμαι κι εγώ στην δική σου θέση.
Γι' αυτό αποφασίσα να μοιραστώ μαζί σου, ότι καλό έχω
αποκομίσει από το φωτεινό μονοπάτι. Για να γνωρίζεις,
για να πάρεις κουράγιο να συνεχίσεις, για να βρεις τον
εαυτό σου, τον Θεϊκό Εαυτό σου, που τόσο περίτεχνα μας
στέρησαν τα κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτικά πρότυπα.

Δεν υπάρχει τέλος στο μονοπάτι του αναζητητή. Πάντα
υπάρχει και κάτι ακόμα να μάθεις και να βιώσεις.
Γιατί η "εμπειρία" είναι το σημαντικότερο ταξίδι που
έχουμε να κάνουμε στην γη. Για να ξεδιπλωθεί η κρυμμένη
μέσα μας σοφία. Για να φωτίσει η σκέψη μας και να
αγκαλιάσει όλη την ύπαρξή μας.

Ας θυμηθούμε επιτέλους ποιοι είμαστε. Είμαστε
αυτά τα δειλά ανθρωπάκια, που μας έχουν επιβάλλει να
είμαστε;Είμαστε οι μίζεροι άνθρωποι, χωρίς χαρά, που
κυνηγάμε τις επιθυμίες μας; Είμαστε οι επιτυχημένοι
άνθρωποι χωρίς φαντασία, που τοποθετούμε όλη την
αξία του εαυτού μας σε μια αξιόλογη καριέρα;

Μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι, γεμάτοι φως
και αγάπη , είναι δικαίωμά μας.Να έχουμε αφθονία και
υγεία , είναι υποχρέωσή μας.Να ξεδιπλώσουμε την κρυμμένη
σοφία μέσα μας , είναι η κληρονομιά μας.Να βρούμε τον θεϊκό
Εαυτό μας, να τον αγκαλιάσουμε, για να έχει νόημα
η διαδρομή μας στην γη , είναι η δύναμή μας.

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2007

Απόγνωση



Κοίταζε το μήνυμα που εμφανιζόταν στην οθόνη
του κινητού του αποσβολωμένος.Διάβαζε και
ξαναδιάβαζε τις λιγοστές του γραμμές και
τα χέρια του έτρεμαν.
“Θέλω να μιλήσουμε , δεν είμαι καλά.
Σε παρακαλώ όμως μη με πάρεις τηλέφωνο δεν μπορώ
να μιλήσω τώρα. Θα τα πούμε στο σπίτι”

Αν αυτό το μήνυμα ερχόταν σε οποιονδήποτε άλλο θα
προκαλούσε ανησυχία μα ως εκεί. Έτσι κι αλλιώς σε
μερικές ώρες θα επέστρεφε στο σπίτι και θα κουβεντιάζανε
το πρόβλημα όπως κάνανε πάντα. Μα η διαίσθηση του ,
αυτό το καταραμένο
του χάρισμα, σπάνια έπεφτε έξω.
Εκείνη τη στιγμή είχε διαβάσει το μυαλό της, καταλάβαινε

πως το μήνυμα φώναζε ανάμεσα στις γραμμές του χωρισμό!
-Μα πως είναι δυνατόν! ,ούρλιαξε και ξέσπασε σε

γοερό κλάμα , δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό ,
όχι τώρα , όχι σε μένα , ΓΙΑΤΙ?

Είχαν ,δεν είχαν δύο μήνες που μετακόμισαν στο

ολοκαίνουργιο διαμέρισμα τους.Το είχαν διακοσμήσει με
τόση αγάπη και ότι εκείνη είχε ξεκινήσει εργάζεται στην
επιχείρηση των γονιών του. Είχαν περάσει τρία δύσκολα
χρόνια με πολλές στερήσεις από τότε που εκείνη κατέβηκε
από την επαρχία όπου σπούδαζε. Τα οικονομικά τους
ήταν περιορισμένα και εκείνη δούλευε περιστασιακά εδώ
και εκεί. Εκείνος είχε αφήσει την όλη πολυτέλεια που ζούσε
με τους δικούς του και με το μισθό του κατάφερνε να
μπαλώσει τις όποιες τρύπες της ζωής τους και να της
προσφέρει όσα περισσότερα μπορούσε.

Όλα αυτά όμως ανήκαν πια στο παρελθόν τώρα πια
μπορούσαν να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία.
Τα πράγματα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο.
Οι γονείς τους είχαν γνωριστεί και είχε μάλιστα
δημιουργηθεί μια τεράστια συμπάθεια
μεταξύ τους. Τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν είχαν
σκοπό να αρραβωνιαστούν και το όνειρο τους
έπαιρνε επιτέλους σάρκα και οστά.

Τώρα όμως όλα αντιστρέφονταν, ένας κεραυνός διέλυε

τα σχέδια τους. Το παλάτι που έχτιζαν δεν ήταν από
σκληρό βράχο ,όπως νόμιζε , μα από άμμο.
Προσπαθούσε να συγκρατηθεί να μην την πάρει τηλέφωνο.

Προσπαθούσε να διώξει τη διαίσθηση από τι κεφάλι του.
-Λες μαλακίες, φώναξε στον εαυτό του, κάτι άλλο θα της
συμβαίνει θα δεις! Κάνε λίγη υπομονή γαμώτο!

Άνοιξε την τηλεόραση και προσπάθησε να χαλαρώσει.
Άναψε ένα τσιγάρο και μετά ένα δεύτερο. Τίποτα όμως,
όσο περνούσαν τα λεπτά τρελαινόταν όλο και περισσότερο.
Την αγαπούσε πιο πολύ και από την ίδια του τη ζωή.
Του είχε σταθεί στα πάντα. Τον φρόντιζε και του έδειχνε
καθημερινά την αγάπη της. -ΌΧΙ φώναξε ξανά. Κάνω λάθος
δεν μπορεί να θέλει κάτι τέτοιο. Απλά δεν μπορεί!

Σε μια στιγμή αλαφροσύνης θαρρείς σηκώθηκε και πήρε

το τηλέφωνο στα χέρια του.Πληκτρολόγησε τον αριθμό
μα η κάρτα του είχε σωθεί. Κατέβηκε έτσι πρόχειρα ντυμένος
και έβαλε κάρτα. Κάλεσε ξανά και ξανά μα δεν το σήκωνε.
Ανέβηκε τρέχοντας στο σπίτι του και ετοιμάστηκε να πάει
να την βρει όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο του
μηνύματος στο κινητό του. Το πήρε με λαχτάρα και διάβασε.
Ήλπιζε να δει αυτό που θα τον καθησύχαζε. “ Σε παρακαλώ
καλέ μου , όχι τώρα. Θα τα πούμε σε δύο ωρίτσες.Σ’ αγαπάω”

Δεν μπορούσε όμως να διώξει με τίποτα τον τρόμο που τον
είχε ζώσει. Ξαναπήρε τηλέφωνο. Αυτή τη φορά το σήκωσε
και του είπε σε έντονο ύφος να περιμένει. Ήταν και οι γονείς
του εκεί. Δεν ήθελε να τους ανησυχήσει. Αυτό τον συνέφερε
λιγάκι και έτσι αποφάσισε να κάνει υπομονή.

Οι ώρες που ακολούθησαν, μέχρι να άκουσει το κλειδί της
στην πόρτα, φάνταζαν αιώνες. Δεν σηκώθηκε να της
ανοίξει όμως όπως έκανε πάντοτε μα περίμενε ακίνητος
στην πολυθρόνα του. Μπήκε μέσα τον καλησπέρισε και πήγε
να τον φιλήσει. Την απομάκρυνε με ένα ξερό “γεια σου”
Εκείνη κάθισε στην διπλανή πολυθρόνα και τον κοίταξε στα μάτια.

Δεν τον είχε ξαναδεί τόσο απόκοσμο. Βαθιά μέσα της ήξερε
πως είχε καταλάβει. -Λοιπόν? σε ακούω, έσπασε πρώτος
τη σιωπή. Τι είναι αυτό που θέλεις να μου πεις? , τι συμβαίνει
που σε έχει αναστατώσει τόσο πολύ?

-Μάτια μου σε αγαπάω πολύ και ξέρω πως και εσύ το ίδιο.
Φαντάζομαι τη ζωή μας , στα χρόνια που θα ρθούν ,με μια
υπέροχη οικογένεια να ζούμε ευτυχισμένα. Όμως εγώ
δεν μπορώ , πνίγομαι! Να ξέρεις πως δεν φταις εσύ. Δεν έκανες
τίποτα κακό. Ίσα ίσα σου χρωστάω τα πάντα. Θέλω να
χωρίσουμε λοιπόν αν και από ότι βλέπω το έχεις ήδη
καταλάβει. Δεν θέλω να κλάψεις όπως στο τηλέφωνο,
σε παρακαλώ, μην κάνουμε τα πράγματα χειρότερα.
Άνδρας είσαι.

Την άκουγε όλη αυτή την ώρα σα χαμένος. Μέσα του γινόταν
ένας πόλεμος που η έκβαση του θα ήταν σίγουρα παράδοση
άνευ όρων. Όταν τελείωσε εκείνη τη ρώτησε ήρεμα σχεδόν
ξεψυχισμένα από πότε είχε αρχίσει να αισθάνεται έτσι γιατί
αποκλείεται να της ήρθε τώρα ξαφνικά. Στην απάντηση της
από το καλοκαίρι , σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Δεν είπε τίποτε άλλο και ούτε άκουσε τις παρακλήσεις της
να μείνει λίγο ακόμα. Δεν γύρισε καν να την κοιτάξει όταν εκείνη
του ορκιζόταν πως δεν υπάρχει άλλος στη ζωή της.
Άνοιξε την πόρτα και δεν επέστρεψε
ποτέ.

Όταν συναντήθηκαν μετά από μέρες αφού και την
μετακόμιση την έκαναν χωριστά για να τις δώσει κάποια
χρήματα που είχε ανάγκη , τον ρώτησε γιατί δεν την διεκδίκησε
και η απάντηση του ήταν απίστευτα σκληρή. Ούτε εκείνος
πίστευε τον εαυτό του όταν ξεστόμιζε
“Δεν άφησες τίποτα να διεκδικήσω”.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2007

Το χαμόγελο ενός παιδιού


Δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό από το
χαμόγελο ενός παιδιού.Εκείνα τα υγρά μαύρα
ματάκια που με κοιτούσαν με τόση ευγνωμοσύνη
σα να ήμουν “Μεσσίας” με έκαναν να αισθανθώ
τόσο σημαντικός ,να ξεφύγω από τα τιποτάκια έλη μου
και να ανέβω ψηλά και πάλι. “Δεν είμαι άγγελος”
του αποκρίθηκα σαν με ρώτησε.“ Άνθρωπος είμαι
με σάρκα και οστά όπως και εσύ.”

Ήταν πρωί Σαββάτου όταν με πήραν τηλέφωνο

από το νοσοκομείο για να με ενημερώσουν ότι
η εγχείρηση μυελού των οστών του παιδιού είχε
στεφθεί με απόλυτη επιτυχία και ότι θα μπορούσα
να το επισκεφτώ.Δάκρυα χαράς κύλησαν από τα μάτια
μου καθώς έκλεινα τη γραμμή. Ντύθηκα αστραπιαία
και κίνησα να το δω.

Η μητέρα του βρισκόταν πλάι του ,στην ίδια καρέκλα

που την είχα αφήσει την προηγούμενη ημέρα μετά
από τη δώρηση του αίματος μου. Μόλο που σήμερα
είχε ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της.

Με καλωσόρισε με μια ζεστή αγκαλιά.
Τόσο ζεστή
και αληθινή που πραγματικά αισθάνθηκα αμήχανα.
Δεν με ήξερε και ίσως να μην με έβλεπε ξανά ποτέ
στη ζωή της έπειτα από εκείνη την ημέρα , μα αυτό
δεν την εμπόδισε να μου δείξει τόση ευγνωμοσύνη
που πραγματικά αισθανόμουν πως δεν την άξιζα.
“Μη μου ζητάτε ευχαριστώ , έκανα ότι θα έκανε

ο κάθε άνθρωπος, απλά έτυχε να είμαι εγώ”
απήντησα στα λόγια της.

Ο μικρός σα να διαισθάνθηκε την παρουσία μου

ξύπνησε. Πήγα κοντά του και τότε είδα αυτό το βλέμμα
που πραγματικά με συγκλόνισε. “Σας χρωστάω τη ζωή
μου κύριε” Μου είπε. “Σας ευχαριστώ..σας ευχαριστώ”
το προσωπάκι του γέμισε δάκρυα χαράς.
Το αγκάλιασα και του είπα “Δεν μου χρωστάς τίποτα
καλό μου αγόρι ,τον Θεό να ευχαριστείς που
είναι τόσο μεγάλος”

“Θα τον ευχαριστούμε για μια ζωή” είπαν με ένα στόμα
“Γιατί έστειλε εσένα εδώ δίπλα μας, όταν πραγματικά

σε είχαμε ανάγκη. Πρέπει να είσαι κάτι παραπάνω
από απλά άνθρωπος για να σε επιλέξει.”
“Ένα πνεύμα θαυματουργό ίσως…”

Ήθελα να πω τόσα πολλά εκείνη τη στιγμή μα το μόνο

που κατάφερα ήταν να δακρύσω. Κάθισα λίγη ώρα
ακόμα και έπαιξα με τον μικρό και
ύστερα τους αποχαιρέτησα.

Αυτές τους οι κουβέντες ακόμα ηχούν στην καρδιά μου

και ας πέρασαν χρόνια.Ίσως αυτές να με έκαναν αυτό
που είμαι. Ίσως πάλι να ήμουν ανέκαθεν...