Τρίτη 29 Μαΐου 2007

Ονείρου μπάρκο...



Η νυχτιά ντυνόταν το μαύρο της ολάστρινο πέπλο
και λούζοταν με το βουβό της άρωμα , καθώς τα
υγρά ,παράδοξα μάτια του ,που αγάπηθηκαν
θαρρείς απο αβρές μαθητριούλες και σιωπηρούς
ποιητές , πάλευαν να δώσουν τη θέση τους σε ένα
γεμάτο προσδοκία χαμόγελο. Να γελάσουν έτσι που
όπως λενε δεν γέλασαν ποτέ.


“Ξέρω εγώ κάτι που θα μπορούσε βέβαια να σε
σώσει”,μονολόγησε. Κάτι που πάντα θα βρίσκεται
σε αιώνια εναλλαγή. Ένα ονείρου μπάρκο , ένα
αδιάκοπο ταξίδι στην ατέλειωτη γη. “Φεύγω” είπε ,
σκίζοντας τις θολές γραμμές του ορίζοντα

Στο γραφείο του, το κοράκι που επιδεικτικά σκέπαζε
πάντοτε τα χαρτιά του έφευγε τώρα διωγμένο
κρώζοντας βραχνά και χτυπώντας δυνατά τα φτερά του.
Το παραθύρο έκλεισε με πάταγο. “Καλό κετευόδιο”,
του είπε ειρωνικά καθώς αυτό απομακρυνόταν προς
κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά.

Θαρρώ πως ξέρω κάτι που μπορούσε όλους μας να
σώσει και ας μην γνωρίζω παρά ελάχιστους απο εσάς.
Ένα καράβι που μακριά θα το οδηγώ,βάζοντας
ρότα για πολιτείες απομακρυσμένες και άγνωστες,
εκεί που θα μας δέχονταν με την απλότητα που
αγκαλιαζεις παλίες , γλυκές σου αγαπημένες.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

Ζήσε τη ζωή σου


Όταν γεννήθηκες έκλαιγες και όλοι
γύρω σου χαμογελούσαν.

Ζήσε τη ζωή σου έτσι ώστε στο τέλος

να είσαι εσύ αυτός που θα χαμογελάς ενώ
όλοι γύρω σου θα κλαίνε…