Με το βλέμμα ψηλά, σαν προσευχή
ατένιζα για στερνή φορά το αέναο δάσος,
τούτο που στα σοκάκια του άνθιζουν
εύφορες σκέψεις για κάθε διαβάτη.
Μια αγκαλιά ολάκερη, ζεστή,
φίλεψα κάθε ένα από τα δέντρα
στους κορμούς των οποίων,
χρόνια τώρα, συλλαβίζαμε όνειρα
Και σμιλεύαμε ζωή.
ατένιζα για στερνή φορά το αέναο δάσος,
τούτο που στα σοκάκια του άνθιζουν
εύφορες σκέψεις για κάθε διαβάτη.
Μια αγκαλιά ολάκερη, ζεστή,
φίλεψα κάθε ένα από τα δέντρα
στους κορμούς των οποίων,
χρόνια τώρα, συλλαβίζαμε όνειρα
Και σμιλεύαμε ζωή.
Με ένα Τραγούδι συντροφιά
από κείνα που τολμούν
να κελαρύζουν ακόμη
από τα βάθη της ψυχής,
με αποχαιρέτησαν.
“Να με θυμηθείς, να με θυμηθείς.
Δεν φταίω εγώ μέσα μου θα ζεις”
Στο λημέρι αυτό το ξωτικό που
δεν το κρύβει ο ουρανός.
Εδώ που δεν σιμώνουν ξυλοκόποι,
μήτε και πυρκαγιές.