Ανάλγητο θρόισμα σκιάζει τα σύννεφα,
λούτρινα αγάλματα
που έχουν δακρύσει.
Στο μέλλον
στραγγίζει εκ των έσω η θάλασσα,
σε ένα παρόν που
αρνείται να σβήσει.
Μέσα από τοίχους
διαβαίνω σαν φάντασμα,
γκροτέσκος πίνακας
μωρούς δελεάζει.
Αποζητώ ένα φθαρμένο
νανούρισμα,
να ξαναζήσω καθώς θα
χαράζει.
Είναι ο παράδεισος
μέσα σε κέλυφος
αμπαρωμένος σε μνήμα
που κλαίει.
Τραχύς ο δρόμος με
μάγια αδιαπέραστος
και μια κόλαση από
χιόνι που καίει.
Έτσι θερίζω τη λήθη
που έδρεψα,
όταν στην τέχνη με
είχα μυήσει.
Μακάρια κοιτάζω το
θύμα που έθρεψα,
ακόμα και η άβυσσος
έχει σιγήσει…
Whitelighter