Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Γητευτής θνητών ονείρων



Καλέμπ!, εσένα που αποκαλούν, γητευτή της
απαγορευμένης ηδονής των θνητών ονείρων.
Σε ανίχνευσα!
Εκεί!, στοιβαγμένο αυτάρεσκα στο μιαρό

λημέρι σου. Ένα προκλητικό βδέλυγμα μεταξύ
σαγηνευτικών γκρεμών και ακόλαστων τάφρων.

Πυρπολούσες με λαγνεία το ξαναμμένο χώμα.
Κρύφτηκα να μη με δεις!
Παθιασμένες πύρινες γλώσσες ξεχύνονταν
από τα φλογισμένα νερά του ποταμού Στύγα,
καθώς πότιζες αναίσχυντα τα απόκρυφα από
τα, κάθε λογής,πρώιμα θηλυκά σπαρτά.
Ξετρελαμένες ικέτιδες ξεπηδούσαν από
μέσα τους γυμνές. Κόρες που εσύ είχες

παρασύρει τεχνηέντως από την Γη των Ελόϊ
στις εβένινες αλάνες του ερέβους.

Ερεθισμένη λάβα εισέβαλε ξάφνου στο κορμί

μου. Προδόθηκα!
Ρίγησα από ηδυπαθή χάδια και δηλητηριασμένα

φιλιά. Άυλα χέρια , δίχως αιδώ, με άγγιξαν
παντού σχολαστικά.Ανάσα βαριά που βρομούσε
αψέντι με πλημμύρισε. Το αίμα μου κόχλαζε
επικίνδυνα, ψάχνοντας μανιασμένα δίοδο
ανάμεσα στις φλέβες μου.

Δεν μπορώ να ξεφύγω.

Δεν μπορώ!

-Πλησίασε λοιπόν,θνητή, στο όνειρο σου

θα με βρεις εσέ να περιμένω…


Whitelighter

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Σε χαρτόκουτα ξαπλώνουν τα βλέμματά μας.



Λοιπόν, δεν άντεχα άλλο να είσαι τόσο πολύ ο εαυτός
σου. Είσαι τόσο πολύ, με τόση παραδειγματική άνεση
κι ευκολία, που τελικά καταπιέζεις αυτό που είναι ο
άλλος. Ή ο Αλλος αν προτιμάς (θέλει ο Λακάν να κρυφτεί
κι η χαρά δεν τον αφήνει). Σε έβλεπα – δεν έκανες τίποτα,
ένα βλέμμα σου, όμως, έφτανε για να με ρίξει ξανά στην

αρχή της πρότασης πάνω που αγκομαχούσα να φτάσω
στην τελεία – ή έστω στην άνω τελεία. Δεν το ξέρεις

φυσικά, αυτό είναι που σου προσδίδει και τόση άνεση,
τόση ασφάλεια, τόσο εαυτό με τον οποίο κινείσαι.
Έναν εαυτό που περιφέρεις αγόγγυστα, όταν ο δικός
μου με βαραίνει τόσο που σκεφτόμαι να τον δώσω
πουθενά για υιοθεσία.

Παρόλα αυτά, με μάγεψες με την αθωότητα που είχε

αυτή η φαινομενική – τελικά- επιφανειακότητα σου.
Αυτός ο χορός στον πάγο της εικόνας που αν και δεν

πάσχισες πολύ να δημιουργήσεις, σίγουρα έκανες λίγο
παραπάνω αγώνα για να διατηρήσεις. Σου κόστισε
κάτι παραπάνω βρε αδερφέ, κυρίως τα βράδια εκείνα
που με έπαιρνες τηλέφωνο, ψιλοζαλισμένος από το
ουίσκι, με φιλοσοφικά και μη ερωτήματα που μου
πέταγες εύκολα – heavy words are so lightly thrown
(και να στο έλεγα αυτό, αποτέλεσμα δεν θα είχα).

Απάντηση για όλα αυτα δεν πήρα ποτέ,
καταραμένη
θαρρείς να μη φθάσω ποτέ μπροστά στο μελοδραματικό
αυτο ντελίριο της ανακάλυψης, με ολίγη βέβαια από opera
buffa. Ακόμα φαντάζομαι ο εαυτός σου είσαι. Όχι εκείνος
που είδα, αλλά εκείνος που διαφημίζεις, ανακυκλώνεις,
επιβάλλεις. Όχι εκείνος που τα βράδια οδηγεί μόνος
ακούγοντας τις μουσικές μου, αλλά εκείνος που άφησε
πίσω του αυτά που θα μπορούσαν να είχαν γίνει, που θα
μπορούσε να είχε κάνει. Ήθελα να ξερα τι βλέπεις στον
καθρέφτη σου. Που να στεγάζεις τον εαυτό που άφησες
για να μασκαρευτείς.

Σε χαρτόκουτα ξαπλώνουν τα βλέμματά μας.


Whitelighter