Γέμισε τις χούφτες της με παγωμένο νερό
και έπλυνε το πρόσωπο της γελώντας δυνατά.Ανασκουμπώθηκε, έφτιαξε όπως όπως τα
ρούχα της και έβγαλε από τη τσάντα της μια
μικρή βούρτσα χτενίζοντας πρόχειρα τα
μπερδεμένα της μαλλιά.
Οι φωνές της είχαν σίγουρα ακουστεί στους
θαμώνες της καφετέριας μα αυτό δεν την
απασχολούσε διόλου. Αυτό που είχε προηγηθεί
ήταν ένα άγριο πήδημα και τίποτα άλλο και
μάλιστα με τον άνθρωπο που την είχε πληγώσει
όσο κανένας. Τον άνδρα που μισούσε να αγαπάει
πιο πολύ και από την ίδια της τη ζωή.
Λίγα λεπτά πριν είχε ανοίξει την πόρτα της
τουαλέτας και είχε εξαφανιστεί όσο ξαφνικά
ήρθε εκείνο το απόγευμα και την είχε οδηγήσει
βίαια, με μάτια που έκαιγαν σε μια στιγμή
ατέρμονου πάθους. Τα λόγια που έβγαιναν από
το στόμα του και που άλλοτε θα τα θεωρούσε
προσβλητικά την είχαν φέρει σε έναν οργασμό
σώματος και μυαλού που έχανε κάθε επαφή με
το περιβάλλον.
Μέχρι τότε στη ζωή της υπήρξε η απόλυτα συνε-
σταλμένη γυναίκα με τα “καθώς πρέπει” του κόσμου
οδηγό σε κάθε της βήμα. Προσηλωμένη στο καθήκον
της ως συζύγου και μητέρας και γεμάτη πόνο από την
μίζερη ζωή της πλάι σε έναν άνθρωπο που επέμενε να
την απατά επιδεικτικά. Είχε βρει όμως τη δύναμη να
χωρίσει και τώρα, ήρθε αυτό να ταρακουνήσει
συθέμελα την ύπαρξη της
Βγήκε αεράτα από την τουαλέτα , αγνοώντας πλήρως
τα μάτια που καρφώνονταν απάνω της από κάθε γωνιά
του μαγαζιού και κατευθύνθηκε στο τραπεζάκι που την
περίμενε εμβρόντητη η φίλη της. Χωρίς να της πει
κουβέντα την πήρε να φύγουνε. Άφησε βιαστικά τα
χρήματα που όφειλαν πλάι στο ζεστό ακόμα καφέ της
και τραβώντας την από το χέρι βγήκαν έξω και
περπάτησαν γοργά μέχρι το αυτοκίνητο.
Το χαμόγελο της διαγραφόταν άγριο και τόνιζε το
αναψοκοκκισμένο της πρόσωπο ερχόμενο σε απόλυτη
αντίθεση με το τσουχτερό κρύο και το συννεφιασμένο
χειμωνιάτικο σκηνικό της πόλης. Μέσα της ένοιωθε
για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια μια απίστευτη
απελευθέρωση. Το τηλέφωνο χτύπησε άξαφνα, ήταν
αυτός πάλι . Το έκλεισε χωρίς να ταλαντευτεί , χωρίς
δεύτερη σκέψη.
Έστρεψε το βλέμμα της προς τη φίλη της, γελάσανε
μαζί δυνατά. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έβαλε μπρος.
Ένα νέο αύριο διαγραφόταν στη ζωή της και είχε
εισχωρήσει βίαια μέσα της όσο και αυτός λίγη ώρα
πριν. Στο σταθμό η Meredith Brooks επέμενε πως
είναι μια σκύλα , μια ερωμένη , ένα παιδί ,μια μητέρα
...της ένεψε με νόημα και πάτησε με δύναμη το γκάζι.
Whitelighter