Πρίν πολλά πολλά χρόνια, σε μια χώρα
μακρινή και θλιμμένη, δέσποζε ένα
πελώριο βουνό με μαύρα κοφτερά βράχια.
Κάθε που νύχτωνε, στην κορυφή κείνου του
βουνού, άνθιζε ένα μαβί ρόδο που ο θρύλος
έλεγε πως στο άγγιγμα του αποκτούσες
την αθανασία.
Κανείς όμως δεν τολμούσε να το πλησιάσει.
Το βουνό φάνταζε τόσο αφιλόξενο με τα
σκοτεινά του βράχια, που θα μπορούσαν να
κόψουν σαν ξυράφι τη σάρκα ακόμη και
των πιο σκληροτράχηλων και έμπειρων
ορειβατών, αλλά και το ίδιο το ρόδο ήταν
γεμάτο με μεγάλα δηλητηριώδη αγκάθια.
Οι άνθρωποι μιλούσαν για το φόβο του
θανάτου και για τον πόνο , αλλά ποτέ για
την υπόσχεση της αθανασίας. Άτολμοι
να κατονομάσουν τη δειλία τους, αδύναμοι
να "ματώσουν" για το υπέρτατο αγαθό.
Έτσι, κάθε βράδυ το ρόδο μαραινόταν
δίχως να δίνει τα "δώρα" του σε κανέναν.
Λησμονημένο και χαμένο στην κορυφή
κείνου του βουνού με τα παγερά βράχια,
να περιμένει αιώνια , μολυσμένο θαρρείς
με την αθάνατη ζωή που δεν μπορούσε να
χαρίσει.
Μοναχό του ώσπου να σβήσει ο χρόνος...
Μοναχό του ώσπου να σβήσει ο χρόνος...