Σε μέρος γνώριμο σε αναζήτησα. Στο σκιερό
εκείνο ξέφωτο πλάι στην κυκλική πλίνθινη
πλατεία με το μικρό σιντριβάνι.
Καθόσουν κάτω από τα δυο σταυρωτά
Καθόσουν κάτω από τα δυο σταυρωτά
πεύκα που, σαν άλλοτε, φάνταζαν να
κονταροχτυπιούνται μπρος στα ευφάνταστα
παιδικά σου μάτια. Το βλέμμα σου καρφώθηκε
στους κορμούς τους επάνω, εκεί που με μαχαίρι
αυτοσχέδιο είχες χαράξει τα πρώτα σου σημάδια.
Περίμενα σιγουριά να δω στο βήμα σου,
Περίμενα σιγουριά να δω στο βήμα σου,
σαν με αντιλήφθηκες. Έναν άνθρωπο
χορτάτο από εμπειρίες και γεμάτο
αναμνήσεις. Μα κουτσαβάκι φοβισμένο
αντίκρισα, που τρέκλιζε ανάμεσα στα
ερωτηματικά του.
"Δεν είναι πως δεν έζησα", είπες…
"Έγραψα τα μίλια τα πολλά του έρωτα.
Έτρεξα σαν τον άνεμο κόντρα σε κάθε
"Δεν είναι πως δεν έζησα", είπες…
"Έγραψα τα μίλια τα πολλά του έρωτα.
Έτρεξα σαν τον άνεμο κόντρα σε κάθε
ρεύμα, αντί να περπατώ. Γεύτηκα τη ζωή
στο έπακρο, ενώ οι υπόλοιποι βολευόντουσαν
στην καθημερινότητα τους. Απολάμβανα
όλο και περισσότερα, αφήνοντας τον κόσμο
να λέει -δόξα το Θεώ- στα λίγα.
Μα παρόλο που έκανα τόσα πολλά, αισθάνομαι
Μα παρόλο που έκανα τόσα πολλά, αισθάνομαι
πως έπρεπε να έχω κι άλλο χρόνο! Να φθάσω
στο φεγγάρι, στον άλλο γαλαξία, στην άκρη του
σύμπαντος."
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, με την άγνοια κάθε
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, με την άγνοια κάθε
κινδύνου που πάντα σου ταίριαζε, άφησες στην
άκρη τη σοφία του γήρατος και έκαμες συμφωνία
με το διάβολο, χρόνια να κλέψεις και τη νιότη σου
να πάρεις πίσω ξανά…