Δεν τη βρίσκω την άκρη, πουθενά και πες
μου τι να κάνω, έχω γεμίσει ασφυκτικά
με καπνό το δωμάτιο ως απάνω δοκιμάζοντας
και απόψε την αντοχή των πνευμόνων μου.
Ο χρόνος μου γελάει σαν παιδί που γερνάει.
Η αγάπη γλιστράει μέσα από τα χέρια μου
όπως ο αφρός στα δάχτυλα του ναύτη και γω
μένω μετέωρος , έρμαιο στις διαθέσεις των
ανθρώπων που με περιτριγυρίζουν και με
χρησιμοποιούν όπως και όποτε αυτοί θέλουν.
Απομυζούν απο μέσα μου όσα έχει ανάγκη το
εγώ τους και μετά με αφήνουν σαν στυμμένη
λεμονόκουπα να απορώ πως κατάφερα πάλι να
διαλύσω τον εαυτό μου σε άπειρα μικροσκοπικά
γυάλινα κομμάτια.
Έχοντας συμπληρώσει σχεδόν τα μισά του διάβα
μου σε αυτή τη ζωή , προσπαθώ και πάλι να
κολλήσω αυτά τα κομμάτια και να ξανασχηματίσω
το είδωλο μου προβάροντας τις καινούργιες
ανεξίτηλες ρωγμές που αποκόμισα ,νοιώθοντας
οίκτο για τη φιγούρα που ξεπροβάλλει στον
καθρέπτη.
Τριάντα χρόνια γίναν όλα πλαστικά , μαστίχα έγινε το
σώμα μου , σιρόπι τα ιδανικά και όλα αυτά τα λόγια
που κατά καιρούς έχω ακούσει για το πόσα οφείλω
στο εαυτό μου ,γίνηκαν σκόνη και στάχτη να τα
παρασέρνει ο βοριάς.
Νοιώθω σα να ψαρεύω ψάρια στα βουνά , σα
να ψυχορραγώ στην άσφαλτο για το άδικο
δοκιμάζοντας την τελική ταχύτητα που
πιάνει η ψυχή μου.
Φορώ μια μενεξεδιά τρέλα ,την οποία ψώνισα
μια νύχτα με πανσέληνο, να με συντροφεύει
κάθε βράδυ στα υπόγεια καπηλειά όπου
με περηφάνια παρουσιάζω την παράσταση μου
τραγουδώντας φάλτσα…
…σε ήχο πλάγιο δεύτερο.
μου τι να κάνω, έχω γεμίσει ασφυκτικά
με καπνό το δωμάτιο ως απάνω δοκιμάζοντας
και απόψε την αντοχή των πνευμόνων μου.
Ο χρόνος μου γελάει σαν παιδί που γερνάει.
Η αγάπη γλιστράει μέσα από τα χέρια μου
όπως ο αφρός στα δάχτυλα του ναύτη και γω
μένω μετέωρος , έρμαιο στις διαθέσεις των
ανθρώπων που με περιτριγυρίζουν και με
χρησιμοποιούν όπως και όποτε αυτοί θέλουν.
Απομυζούν απο μέσα μου όσα έχει ανάγκη το
εγώ τους και μετά με αφήνουν σαν στυμμένη
λεμονόκουπα να απορώ πως κατάφερα πάλι να
διαλύσω τον εαυτό μου σε άπειρα μικροσκοπικά
γυάλινα κομμάτια.
Έχοντας συμπληρώσει σχεδόν τα μισά του διάβα
μου σε αυτή τη ζωή , προσπαθώ και πάλι να
κολλήσω αυτά τα κομμάτια και να ξανασχηματίσω
το είδωλο μου προβάροντας τις καινούργιες
ανεξίτηλες ρωγμές που αποκόμισα ,νοιώθοντας
οίκτο για τη φιγούρα που ξεπροβάλλει στον
καθρέπτη.
Τριάντα χρόνια γίναν όλα πλαστικά , μαστίχα έγινε το
σώμα μου , σιρόπι τα ιδανικά και όλα αυτά τα λόγια
που κατά καιρούς έχω ακούσει για το πόσα οφείλω
στο εαυτό μου ,γίνηκαν σκόνη και στάχτη να τα
παρασέρνει ο βοριάς.
Νοιώθω σα να ψαρεύω ψάρια στα βουνά , σα
να ψυχορραγώ στην άσφαλτο για το άδικο
δοκιμάζοντας την τελική ταχύτητα που
πιάνει η ψυχή μου.
Φορώ μια μενεξεδιά τρέλα ,την οποία ψώνισα
μια νύχτα με πανσέληνο, να με συντροφεύει
κάθε βράδυ στα υπόγεια καπηλειά όπου
με περηφάνια παρουσιάζω την παράσταση μου
τραγουδώντας φάλτσα…
…σε ήχο πλάγιο δεύτερο.